Φίλοι από τα παλιά

Story Info
Ο Μάνος συναντά μετά από πολλά χρόνια την Μαίρη.
4.6k words
5
4.3k
00
Share this Story

Font Size

Default Font Size

Font Spacing

Default Font Spacing

Font Face

Default Font Face

Reading Theme

Default Theme (White)
You need to Log In or Sign Up to have your customization saved in your Literotica profile.
PUBLIC BETA

Note: You can change font size, font face, and turn on dark mode by clicking the "A" icon tab in the Story Info Box.

You can temporarily switch back to a Classic Literotica® experience during our ongoing public Beta testing. Please consider leaving feedback on issues you experience or suggest improvements.

Click here

Μόλις είχε καθίσει στο γραφείο του. Μια νέα μέρα στη δουλειά μόλις ξεκινούσε. Ή μήπως όχι ακόμη; Η γνωστή καθημερινή πρωινή σπαρίλα τον τυραννούσε και σήμερα. Πώς να την πολεμήσει; Αποφάσισε να ανοίξει το facebook του, να δει τι είχαν γράψει οι friends μέσα στο πρωινό. Χωρίς καμία έκπληξη, είδε ότι κάποιοι ασχολούνταν με τη γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση ενώ άλλοι – οι περισσότεροι – σε μια κατάσταση άρνησης απλώς την απέφευγαν. Τι να πει κανείς…

Δεν είχε προλάβει να σεργιανίσει για πολύ, όταν ξαφνικά ξεπετάχτηκε το παραθυράκι του chat μέσα στο παράθυρό του. Ήταν η Μαίρη, η παλιά του συνάδελφος. Δηλαδή για εκείνον Μαίρη, μια και όλοι οι υπόλοιποι την αποκαλούσαν το απλό, σχεδόν μουντό και σίγουρα συνηθισμένο, Μαρία. Τι παιδί η Μαίρη… Θυμόταν ακόμη, δέκα χρόνια και βάλε μετά, τη σπίθα στα μάτια της, την κελαριστή λαλιά της και το σμιλεμένο κορμί της. Πάντα υπήρχε ένα διακριτικό φλερτ μεταξύ τους αν και ποτέ κάτι παραπάνω. Είχε πολλά χρόνια να τη δει ή να της μιλήσει. Ακόμη και το friend request που του έκανε πριν τρία-τέσσερα χρόνια ήταν μουγγό. Οπότε ξαφνιάστηκε όταν εκείνη τη μέρα του είπε ένα απλό, αλλά τόσο γλυκό:

«Γεια σου Μάνο. Πώς είσαι; Τι κάνεις;»

«Γεια σου έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε», της απάντησε. Μπήκε αμέσως στο παλιό παιχνίδι του φλερτ υψηλού ρίσκου μαζί της. Ήξερε ότι της άρεσε, αλλά κι εκείνος το γούσταρε, αν και γνώριζε ότι ποτέ δε θα γινόταν κάτι παραπάνω. Οπότε γιατί να μην το συνεχίσει; Άλλωστε άκακο ήταν, δεν ενοχλούσε κανέναν. Σίγουρα η γυναίκα του (αλλά και ο άντρας της) δε θα το μάθαιναν ποτέ, αλλά κι αν το μάθαιναν δε θα τους ενοχλούσε.

«Είναι δυνατόν; Μετά από τόσα χρόνια που έχεις να μου μιλήσεις κι έχεις να με δεις, να είσαι ακόμη τόσο πολύ κατεργάρης;» αστειεύτηκε εκείνη.

“Και που να ‘ξερες πόσο κατεργάρης ήμουν μαζί σου στη φαντασία μου, όλα αυτά τα χρόνια Μαίρη μου” της είπε, γιατί όχι άλλωστε; Τι είχε να χάσει; Άσε που του έκανε καλό να εξωτερικεύσει τον πόθο του για εκείνη, έστω και σαν πλάκα. Στην τελική, μετά από τόσα χρόνια, οι ντροπές δεν είχαν καμιά θέση.

"Με κάνεις και κοκκινίζω μ'αυτά που μου λες..." είπε εκείνη.

"Άρα σε κάνω ακόμη πιο ακαταμάχητη, όμορφη μαμά" ανταπάντησε. Έβλεπε στις φωτογραφίες της ότι είχε ένα μικρό αγοράκι. Έβλεπε επίσης ότι ήταν κουκλάρα, κορμάρα και ...όλα τα υπερθετικά, παρά την ηλικία της (λίγο μετά τα 30) και την πρόσφατη γέννα. Ξαφνικά ο πόθος φούντωνε μέσα του αλλά χρειαζόταν προσοχή. 'Δεν παίζουμε με μαμάδες' τον είχε προειδοποιήσει παλιότερα η κολλητή του και θα το εφάρμοζε. “Τι μπορώ να κάνω για σένα λοιπόν, τώρα που έχεις γίνει κόκκινη σαν παπαρούνα; Πώς και με θυμήθηκες;”

“Ήθελα να σε ρωτήσω για εκείνη την εκδήλωση που έβαλες στο FB σου... Θα πας εσύ;” έγραψε στο παράθυρό της, αν και στο μυαλό του τον ρωτούσε με την όλο νάζι φωνή της. Μόνο σ’εκείνον μιλούσε έτσι ναζιάρικα ή απλά έτσι μιλούσε η κοπέλα και ήταν ιδέα του;

“Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; Φυσικά και θα πάω, αλλιώς γιατί να το βάλω... Αλλά αν είναι να έρθεις, τότε δεν πρόκειται να το χάσω με τίποτα!” της απάντησε αυτός.

“Ωραία λοιπόν. Τότε θα τα πούμε εκεί. Σε φιλώ για τώρα”

“Ωραία. Που με φιλάς;;;” συνέχισε αυτός. Λίγο ακόμη και θα τον θεωρούσε λιγούρη.

“Καλά, δεν ντρέπεσαι, παντρεμένος άνθρωπος; Και μάλιστα φρεσκοπαντρεμένος;” του γύρισε. Ε, φυσικά και θα είχε δει την αλλαγή στο status και τις φωτογραφίες από το γάμο, σκέφτηκε εκείνος μ’ένα μικρό δάγκωμα.

“Μαίρη, και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή... Στο κάτω κάτω, παντρεύτηκα, δεν έκανα λοβοτομή!” της είπε.

“Ε, τότε, όπου θες εσύ... Άντε, σε κλείνω τώρα και με κολάζεις”. Και εξαφανίστηκε από το παράθυρό του.

Ο διάλογος δεν κράτησε πάνω από 2 λεπτά... Κι όμως, η επιστροφή στο χρόνο ήταν αδυσώπητη. Ξαναζούσε τη στιγμή που την είχε συναντήσει για πρώτη φορά και του κόπηκε η ανάσα - τόσο όμορφη και σέξυ του είχε φανεί. Έβλεπε στα μάτια του μπροστά το τόσο γλυκό χαμόγελό της και τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της. Και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνη τη μια και μοναδική φορά που, καθώς έσκυβε, είχε δει μέσα από το ντεκολτέ της το αλαβάστρινο στήθος της. Τι οπτασία... Τόσα χρόνια πριν, αλλά τόσο ζωντανό θέαμα.

Η Μαίρη ήταν μια ιδιαίτερα όμορφη γυναίκα. Μικροκαμωμένη, αδύνατη, αλλά με τέλειες αναλογίες. Μελαχροινή με απίστευτα μεγάλα μάτια, αν και συνήθως τα είχε μισόκλειστα. Του έκανε πάντα εντύπωση πόσο καλοντυμένη ήταν. Κανονική κοκέτα! Έβαζε στοίχημα ότι αν ήταν καπνίστρια θα πήγαινε στο περίπτερο για τσιγάρα μόνο βαμμένη και ντυμένη στην τρίχα, αλλιώς θα έμενε να χαρμανιάζει στο σπίτι της. Και απίστευτα σέξυ... Ανέσταινε και νεκρούς. Κι αν έκρινε από τις φωτογραφίες της, εξακολουθούσε να φέρνει αναταραχή στους άντρες.

Αν μη τι άλλο, στον ίδιο σίγουρα έφερνε αναταραχή. Τι αναταραχή δηλαδή. Κανονική πρωινή στύση είχε με τα όλα της. Έβλεπε το κορμάκι της στο μυαλό του και αισθανόταν τον πούτσο του να φουντώνει και να φουσκώνει μέσα στο παντελόνι του. “Μάνο, σύνελθε!” είπε μέσα του. Ευτυχώς στο γραφείο ήταν ακόμη μόνος. Αλλιώς θα γινόταν ρεζίλι... Ευτυχώς η εκδήλωση ήταν μόλις την επόμενη ημέρα. Το μαρτύριο της αναμονής δε θα κρατούσε πολύ.

Πώς θα της φερόταν σ’αυτήν την πρώτη συνάντηση μετά από τόσα χρόνια; Τι θα της έλεγε; Τι θα φορούσε; Ούτε ραντεβού να ήταν! Ένοιωθε σαν παιδάκι του γυμνασίου στο πρώτο του ραντεβού με κοπέλα. Κι είχε ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο του το κορμί, που είχε καιρό να νοιώσει. Θα ερχόταν μόνη της ή με την οικογένειά της; Ή με κάποια φίλη της; Αγωνία... Άγχος... ‘Αμάν πια!’ σκέφτηκε και άφησε τις σκέψεις κατά μέρος προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στη δουλειά του. Τα τηλέφωνα είχαν αρχίσει να χτυπάνε, κάτι που τον βοηθούσε. Αλλά η σκέψη της Μαίρης ήταν τόσο έντονη που μάταια προσπαθούσε να συγκεντρωθεί.

Λίγο πριν τα 40, ο Μάνος εξακολουθούσε και ήταν ένας μάλλον εντυπωσιακός άντρας. Σχεδόν 2 μέτρα ψηλός, αν και με λίγα κιλά παραπάνω από το κανονικό, θα μπορούσε να κάνει τα πατώματα να τρίζουν όπου έμπαινε, αν είχε λίγη περισσότερη αυτοπεποίθηση. Η ανασφάλειά του ήταν αυτή που τον έκανε να πηγαίνει και να κάθεται στην άκρη του μπαρ ή του καφέ που πήγαινε. Ποτέ δεν έπαιρνε το λόγο και σπάνια έκανε την παρουσία του αισθητή - επίτηδες τουλάχιστον. Βέβαια, γνώριζε ότι έκανε εντύπωση, αλλά το απέδιδε πιο πολύ στον όγκο του και λιγότερο στο παρουσιαστικό του. Με μάλλον μακρύ μαλλί και πλούσιο μούσι, φανταζόταν τον εαυτό του σαν τον σύγχρονο Οδυσσέα - τουλάχιστον στο παρουσιαστικό. Βοηθούσαν σ’αυτή τη φαντασίωση και κάποια μαθήματα ιστιοπλοΐας που είχε κάνει παλιότερα.

Στις άλλες φαντασιώσεις του, με τη Μαίρη, βοηθούσε περισσότερο η αχαλίνωτη φαντασία του. Ήθελε πάρα πολύ να τη δει και να την αρπάξει, να τη σηκώσει ψηλά στα χέρια του, να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να της δώσει δυο ρουφηχτά φιλιά στο λαιμό της. Ήθελε να μυρίσει το άρωμά της - σίγουρα θα ήταν έντονο και πολύ - και να νοιώσει το δέρμα της στα χείλη του. Τη φανταζόταν να τον βλέπει και να λιώνει με τη μία. Τον φανταζόταν να τη βλέπει και να έχει αμέσως στύση... Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού στύση είχε κάθε φορά που την έφερνε στο μυαλό του, σχεδόν αυτόματα. Λες και ήταν έφηβος ξανά!

Ευτυχώς η μέρα πέρασε γρήγορα και ήρθε η επόμενη. Είχε άγχος, ένα απροσδιόριστο τρακ, για τη συνάντησή τους το βράδυ. Τελικά φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του και πήγε στην εκδήλωση. Άλλωστε είχε μια μακρυά μέρα πίσω του και αν δεν ήταν βέβαιος ότι θα έβλεπε τη Μαίρη, μπορεί και να μην πήγαινε καθόλου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν του το είχε επιβεβαιώσει... Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία όπως λένε. Κι εκείνος ήλπιζε ότι τελικά θα την έβλεπε. Ίσως γι’αυτό πήγε αρκετά νωρίς στην εκδήλωση, με αποτέλεσμα να είναι από τους πρώτους. ‘Γαμώτο’ σκέφτηκε. Όσο δεν του άρεσε να τον βλέπουν όλοι με το που μπαίνουν στην αίθουσα. Πήγε λοιπόν σε μια γωνιά και κουλουριάστηκε, κάνοντας τον εαυτό του αόρατο. Ή έτσι νόμιζε.

Και ξαφνικά την είδε. Στεκόταν εκεί, μπροστά του. Έλαμπε. Ακτινοβολούσε. Τα μάγουλά της κατακόκκινα - από το κρύο ή από την έξαψη της συνάντησης; Είχε ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Το παλτό της κουμπωμένο, τα χέρια στις τσέπες της. Τα μαλλιά της άψογα, το βάψιμο σχεδόν επαγγελματικό. Ήταν μπροστά του και τον κοίταζε. Το πρόσωπό της, σαν να μην πέρασε μια μέρα από την τελευταία φορά που την είχε δει. Ήταν εκεί. Μπροστά του. Είχε έρθει! Χάσιμο...

Ο Μάνος κοκάλωσε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ούτε καν να χαμογελάσει. Τέτοιο σάστισμα του ήρθε. Και ταυτόχρονα του ήρθε και το άρωμά της. Σαν ένα πέπλο αραχνοΰφαντο ήρθε και τον τύλιξε και τον έσφιξε μέσα του. Ένα πέπλο δυνατό που δεν μπορούσε με τίποτα να του ξεφύγει. Όλες του οι αισθήσεις βρίσκονταν πια στην άκρη της μύτης του και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι τους χτύπησε. Το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο και από το όραμα που έβλεπε μπροστά του. Πώς μπορούσε να το χωνέψει; Πώς μπορούσε να το κρατήσει για πάντα δικό του; Αυτή ήταν η αγωνία του εκείνη τη στιγμή.

“Γεια σου Μάνο” τον χαιρέτισε με την τραγουδιστή φωνή της. Είχε χαρά η φωνή της. Φαινόταν στο χαμόγελό της, στα μάτια της τα λαμπερά, στα κόκκινα μάγουλά της. Ακόμη και η στάση του σώματός της έλεγε ‘έλα κι αγκάλιασέ με’. Μα εκείνος, τίποτα. Σαν κούτσουρο στεκόταν μπροστά της με τα μάτια πλάνα και το στόμα μισάνοιχτο. Χάνος! ‘Μάνο σύνελθε!’ άκουσε μια φωνή να του λέει μέσα του.

“Γεια σου Μαίρη. Στις ομορφιές σου όπως πάντα!” κατάφερε να ψελλίσει με τα πολλά. Και συνειδητοποίησε ότι εκείνη έκανε κίνηση να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει λίγο και να σηκώσει το ξερό του στην πλάτη της σε μια σχεδόν αγκαλιά. Κι έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο. Και μέθυσε ολότελα με το άρωμά της. Κι έχασε την ισορροπία του - μήπως εσκεμμένα; - κι αντί τα χείλη του να προσγειωθούν στο μάγουλό της, φύγαν λίγο παραπέρα και χώθηκαν ολότελα στο λαιμό της.

Τσουρουφλίστηκε από τη θέρμη της. Δεν την περίμενε τόσο ζεστή. Και μέσα στο σάστισμά του σούφρωσε τα χείλη του, κάνοντας το φιλί του ακόμη πιο παθιασμένο. Και στην τρομάρα του την αγκάλιασε σφιχτά για να κρατηθεί και την έφερε πιο κοντά του. Κι ένιωσε τα στήθη της να πιέζονται πάνω του κι άναψε περισσότερο. Και χάρηκε που, καθώς την αποχωριζόταν, τα μαλλιά της πλέχτηκαν στο μούσι του κι ο στατικός ηλεκτρισμός επέτεινε ακόμη περισσότερο την ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

“Από εδώ η φίλη μου η Σοφία”, είπε μόλις χώρισαν. Τότε μόνο την είδε ο Μάνος. Σαν να μην υπήρχε η καημένη η κοπέλα. Του πήρε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου να ξυπνήσει από το όνειρο που ζούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή και να συνέλθει. ‘Ελπίζω να μη φάνηκε η απογοήτευσή μου που δεν είναι μόνη της’, σκέφτηκε και έδωσε το χέρι του στη φίλη της. “Χαίρω πολύ. Μάνος”, είπε με φωνή σχεδόν τρεμάμενη. Όμως στο μυαλό του και σ’όλο το είναι του κυριαρχούσε η αίσθηση του λαιμού της στα χείλη του. Το μυαλό του είχε κυριαρχηθεί από το άρωμά της. Είχε ο ίδιος σκλαβωθεί στο απαλό της δέρμα. Τα μάτια του έφυγαν για κλάσμα του δευτερολέπτου από τα μάτια της Μαίρης για να χαιρετίσουν τη Σοφία και έπειτα ξανά, σαν να τα τραβούσε μαγνήτης, καρφώθηκαν πάνω στη Μαίρη. Αλλά όχι μόνο στα μάτια της αυτή τη φορά...

Η κουβέντα τους ήταν σύντομη. “Τελικά κατάφερες και ήρθες”, της είπε. “Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια”, συμπλήρωσε.

“Αν δεν ήξερα ότι θα ήσουν κι εσύ εδώ, δε θα ερχόμουν είναι η αλήθεια. Αλλά και η Σοφία ήθελε να έρθει στην εκδήλωση, οπότε να’μαστε”, είπε εκείνη με παιχνίδισμα στη φωνή της. ‘Ευτυχώς που φοράω τζην’, σκεφτόταν ο Μάνος. ‘Ρεζίλι θα γινόμουν αν ήταν υφασμάτινο το παντελόνι... Τέντα θα είχε γίνει’.

“Α, χαίρομαι”, είπε εκείνος. “Θα μείνετε πολύ;” ρώτησε.

“Λέμε να πάμε για ένα καφέ εδώ παραδίπλα που έχει ένα συμπαθητικό μέρος, αφού κάνουμε μια βόλτα εδώ”, είπε εκείνη. “Θα έρθεις μαζί μας;” τον ρώτησε με μια υποψία από νάζι.

Πάγωσε πάλι ο Μάνος. “Θα το προσπαθήσω, αλλά έχω λίγη δουλειά εδώ για τώρα”, απάντησε. Τι το’θελε; Αφού ήθελε να την αρπάξει και να την λιώσει στις αγκαλιές και τα φιλιά του. Γιατί δεν το έκανε; ‘Βλάκα’, είπε μέσα του. Άσε που σκεφτόταν ότι είχε και τη φίλη της μαζί της, και εκεί κόμπλαρε.

“Καλά, αν τελειώσεις και θέλεις, εκεί θα είμαστε. Έλα να τα πούμε λίγο”, του αποκρίθηκε η Μαίρη και έφυγε μαζί με τη φίλη της.

Τελικά δεν πήγε. Κόλωσε. Κόμπλαρε που ήταν με τη φίλη της. Φοβήθηκε μήπως τον δει κανένας και το πει στη γυναίκα του. Δεν ήξερε τι να της πει και πώς να της το πει. Άλλωστε, μέχρι τώρα δεν της είχε ακόμη εκμυστηρευτεί το πόσο την ήθελε, πόσο του άρεσε, πόσο πολύ καύλωνε και μόνο στην ιδέα του γυμνού κορμιού της. Και τι να πάει να της πει; Στο ‘ζωντανό’ διάλογο ήταν πάντα λιγότερο τολμηρός από ότι στο facebook. Κότα. Αυτό τον έριχνε ακόμη περισσότερο, του αφαιρούσε όση αυτοπεποίθηση του είχε απομείνει. Κι έτσι αποφάσισε να μην πάει να τη συναντήσει.

Αντιθέτως, επέστρεψε στο σπίτι με τη θύμηση της Μαίρης. Με την εικόνα της στο μυαλό του. Με το άρωμά της στη μύτη του. Με την αίσθηση του λαιμού της στα χείλη του. Με την απαλή υφή του δέρματός της στα δάχτυλά του. Και με μια απίστευτη όρεξη για σεξ. Μόνο που δεν την είχε για τη γυναίκα του, αλλά για τη Μαίρη. Όμως η Μαίρη ήταν στο δικό της σπίτι... με τον άντρα της. ‘Παντρεμένοι κι οι δυο, που λέει και το τραγούδι’, σκέφτηκε και γέλασε φωναχτά. Πάλι καλά που ήταν μέσα στο ασανσέρ και δεν θα τον κορόιδευε κανείς.

“Δείχνεις αλλαγμένος - σαν να λάμπεις”, του είπε η γυναίκα του μόλις τον είδε. ‘Λες να της πρόλαβε κάποιος κάτι;’ αναρωτήθηκε. “Ναι, πήγε καλά η συνάντηση και, αν και είμαι κουρασμένος, νοιώθω καλά”, της απάντησε.

“Καλό αυτό”, του αποκρίθηκε. “Θες να κάνουμε μια ακόμη ...συνάντηση;” του είπε με το πονηρό της βλέμμα.

Πήγε και την άρπαξε στα χέρια του και τη φίλησε με πάθος στο λαιμό. Όμως στο μυαλό του φιλούσε τη Μαίρη. Εκείνη ήθελε. Δεν αισθανόταν τη γεύση που είχε στη γλώσσα του εκείνη τη στιγμή, αλλά το άρωμα της Μαίρης και τη γεύση του λαιμού της Μαίρης. Είχε τα μάτια κλειστά και φανταζόταν τη Μαίρη. Μόνο τη Μαίρη. Καμία άλλη. Τίποτε άλλο δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή στο σύμπαν, παρά μόνο η Μαίρη.

Της άφησε ένα απαλό αλλά έντονο φιλί στο λαιμό και μετά τη ρούφηξε, σέρνοντας τη γλώσσα του πάνω στην επιδερμίδα της. Αμέσως άφησε τη γλώσσα του να γλιστρήσει λίγο πιο ψηλά, κι έτσι ανηφόρισε στο λοβό του αυτιού της. Τον πήρε ανάμεσα στα χείλη του και τον δάγκωσε απαλά. Την ένιωσε να σκιρτά από προσμονή και απόλαυση. Του άρεσε να βλέπει, αλλά και να ακούει τη Μαίρη να αποκρίνεται στην πολιορκία του. Δάγκωσε το λοβό της λίγο πιο έντονα και την άκουσε να αναπνέει απότομα. Σαν να μην το περίμενε, αλλά και σαν να το απαιτούσε ταυτόχρονα. Κράτησε το αυτί της στα χείλη του, το δάγκωσε για λίγο ακόμη και μαζί άρχισε να το ρουφάει και να παίζει μαζί με τη γλώσσα του. Ένοιωσε τα νύχια της να χώνονται στην πλάτη του και τα χέρια της να τον σφίγγουν δυνατά. Της άρεσε. ‘Μπράβο Μαίρη!’, σκέφτηκε.

Κι αποφάσισε να γίνει πιο τολμηρός. Άφησε το λοβό της κι ανέβηκε πιο ψηλά, δαγκώνοντας όλο το αυτί της και χώνοντας τη γλώσσα του μέσα του. Την ένιωσε να ανατριχιάζει και να εισπνέει πιο έντονα, πιο απότομα, και να ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της για να φέρει το αυτί της πιο κοντά στο στόμα του. Του άρεσε να την κουρντίζει έτσι, να την αναστατώνει, να την καυλώνει τόσο, όσο ήταν και ο ίδιος ερεθισμένος. Μαζί με την εξερεύνηση του αυτιού της, χάιδευε την πλάτη της, πότε απαλά και πότε έντονα. Κάποια στιγμή έσυρε τα νύχια του πάνω στα ρούχα της, τόσο ώστε να τον νιώσει στην πλάτη της. Την άκουσε να βγάζει μια πνιγμένη κραυγή από τη συνδυασμένη πολιορκία.

Τα χέρια του προχώρησαν σε όλη την πλάτη της. Το ένα ξεκινώντας από το λαιμό της και ακολουθώντας τη σπονδυλική της στήλη μέχρι χαμηλά, λίγο πάνω από το κωλαράκι της. Το άλλο ανεβαίνοντας από τη βάση της σπονδυλικής της στήλης μέχρι τις ωμοπλάτες της, και μετά σκαρφαλώνοντας στο λαιμό και στα μαλιά της. Κι εκεί στεκόταν, χαϊδεύοντας τα μαλιά της, κάνοντας απαλό μασάζ στο κεφάλι της. Έμοιαζε να το απολαμβάνει αυτό η Μαίρη. Κι όταν έτριβε το κεφάλι της με τα δάχτυλά του, της άρεζε πιο πολύ. Και ταυτόχρονα της έτριβε τη βάση της πλάτης της, ακουμπώντας πολύ πολύ απαλά το κωλαράκι της. Σαν να το τούρλωνε για χάρη του - σαν να προσπαθούσε να το φέρει πιο κοντά στα χέρια του.

Τράβηξε το κεφάλι της λίγο προς τα πίσω, ίσα ίσα να ξεκολλήσει τα χείλη του από το αυτί της και να σύρει τη γλώσσα του στα μάγουλά της και, τελικά, να συναντήσει τα χείλη της. Τα ακούμπησε απαλά απαλά με τα δικά του χείλη. Κι ένιωσε τον ηλεκτρισμό να τον διαπερνάει ολόκληρο και να μεταδίδεται με όλη του την ένταση στα δικά της χείλη. Τι χείλη ήταν αυτά που είχε η Μαίρη... Χείλη για φίλημα. Ήθελε να τα έχει και να τα φιλάει με τις ώρες. Κι αυτό έκανε. Πρώτα ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Απαλά. Ήρεμα. Κι έπειτα πήρε το πάνω χείλος της ανάμεσα στα δυο δικά του. Το έσφιξε με τα χείλη του και το ρούφηξε. Την ένιωσε να τεντώνεται ακόμη λίγο. Το μάσησε και του άρεσε η πλούσια σάρκα του. Και ξαφνικά έχωσε τη γλώσσα του κάτω από το χείλος της και ψηλάφησε το στόμα της από μέσα. Κι έπειτα άνοιξε το στόμα της με τα χείλη του και έβαλε τη γλώσσα του μέσα της. Άρχισε να τη ρουφάει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Άφησε τη γλώσσα του να περιπλανηθεί στο στόμα της. Την ένοιωσε να παλεύει με τη δική της γλώσσα και την άφησε να εξερευνήσει με τη σειρά της το δικό του στόμα.

Το φιλί της ήταν θεϊκό - όπως όλα πάνω στη Μαίρη. Πλούσιο, απαλό, απαιτητικό, παθητικό και μαζί επιθετικό. ‘Τι φιλί θεέ μου’, σκεφτόταν όσο τη φιλούσε. Και, όση ώρα τη φιλούσε, χάιδευε το κεφάλι της με τα δυνατά δάχτυλά του, ενώ το άλλο χέρι του ταξίδευε στην πλάτη της. Και, που και που, ξέφευγε λίγο στη μέση της κι έπαιρνε να ψηλαφεί την επίπεδη κοιλίτσα της. Δεν τολμούσε ακόμη να ανεβεί στο στήθος της. Ήθελε να το ανακαλύψει με τη γλώσσα του πρώτα, κι έπειτα με τα δάχτυλά του. Κι αυτό βάλθηκε να κάνει αμέσως. Άφησε τα χείλη της, κι αμέσως την άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα, έναν ατελείωτο αναστεναγμό. Και την ένιωσε να σφίγγεται πάνω στο κορμί του, σαν να ήθελε να τον νιώσει ολόκληρο ή σαν να μην ήθελε να τον αποχωριστεί. Και να συνεχίζει να παίρνει βαθιές ανάσες. Ο ερεθισμός της ήταν πια ολοφάνερος και οι ρόγες της σαν να ήθελαν να τρυπήσουν το λεπτό μπλουζάκι της.

Ονειρεμένο το στήθος της Μαίρης. Το θυμόταν από τότε που του είχε ρίξει μια κλεφτή ματιά (τυχαία; όλο και περισσότερο είχε επιφυλάξεις γι’αυτό) πριν από δέκα χρόνια. Αλλά το είχε δει και σε κάποιες φωτογραφίες της στο facebook, εκεί που ήταν με μαγιό στην παραλία και εκείνος νόμιζε ότι αυτή τη φωτογραφία την είχε βγάλει μόνο και μόνο για να μπορεί να τη βλέπει εκείνος, ο Μάνος, και να ορέγεται το κορμάκι της. Και βέβαια το είχε νιώσει να τον πιέζει προχτές, όταν εκείνη τον άρπαξε και τον αγκάλιασε στην πολύ σύντομη συνάντησή τους. Ήθελε τόσο πολύ να το αρπάξει και να το φιλήσει. Να το αγγίξει, να το ‘ζυγίσει’.

Έσυρε τα δάχτυλά του στην τιράντα της λεπτής μπλούζας της και το άφησε να πέσει. Ξεκούμπωσε το σουτιέν της και στάθηκε λίγο πιο πίσω, για να θαυμάσει το στήθος της. Κόντεψε να λιποθυμήσει από το θέαμα... Ήταν απλά τέλειο. Και οι ρόγες της... Τον καλούσαν να τις θηλάσει. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο.

Έσκυψε και άφησε την ανάσα του να χαϊδέψει την αριστερή της ρόγα. Την είδε με τα μάτια του να ορθώνεται κι άλλο. Να ζαρώνει από την ένταση. Να σκληραίνει από την προσμονή. Την ακούμπησε με τα χείλη του κι άκουσε το βογγητό της να αφήνει τα πνευμόνια της. Την έσφιξε ανάμεσα στα χείλη του και πέρασε φευγαλέα τη γλώσσα του πάνω της. Ένιωσε τα χέρια της Μαίρης να σφίγγουν πάνω στο κεφάλι του και να τραβούν τα μαλλιά του, ενώ ταυτόχρονα τον έσπρωχνε πάνω στη ρόγα της. Έσφιξε τη ρόγα της στα χείλη του, με λίγη ακόμη πίεση από τα δόντια του. Κι άρχισε να ρουφάει τη ρόγα της έντονα, δυνατά. Και να την παίζει με τη γλώσσα του, πεταρίζοντάς της πάνω στη σκληρή, ορθομένη ρόγα.

Τώρα η Μαίρη ανάσαινε πολύ βαριά. Τα δάχτυλά της χώνονταν στα μαλλιά του πιο δυνατά. Έσπρωχνε το κεφάλι του στο στήθος της και ταυτόχρονα του ταβούσε τις τρίχες. Κι αυτός τη ρουφούσε όλο και πιο δυνατά, δαγκώνοντας λίγο πιο έντονα τις ρόγες της. Κι αυτός ο συνδυασμός πόνου και απόλαυσης τον τρέλαινε. Τον ερέθιζε όλο και περισσότερο. Του ήταν όλο και πιο δύσκολο να της αντισταθεί, να μην ορμήξει πάνω της σαν άγριο ζώο. Αλλά ήθελε κι άλλο... Δεν του αρκούσε το στήθος της. Δεν μπορούσε να αρκεστεί στις ρόγες της.

12